κίδαφος

κίδαφος
κίδαφος
Grammatical information: ?
Meaning: κιδάφη, also κινδάφη, κι(ν)δάφιος, = ἀλώπηξ H.; also σκίνδαφος f. (Ael.), σκιδάφη (Arc.).
Other forms: also κινδάφη, κι(ν)δάφιος, = ἀλώπηξ H.; also σκίνδαφος f. (Ael.), σκιδάφη (Arc.).
Derivatives: Adj.: κίδαφος = δόλιος, κι(ν)δάφιος = πανοῦργος H. - Denomin. κιδαφεύειν πανουργεῖν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Animal's name in φο- (Schwyzer 495, Chantraine Formation 263); the adjectival function is clearly secondary. - Unexplained. Acc. to Wood ClassPhil. 3, 76 as "the cunning" to Lith. skíedžiu, skíesti `separate' etc.; thus also Schrader BB 15, 138: to Skt. chidura- `deceitful' (in this meaning only lexical. attested; otherwise `infirm, defective', to chid- `cut off', s. σχίζω). - A byform is κίραφος, s. v.; acc. to Havers Sprachtabu 125 the change δ : ρ is tabooistic. See Specht Ursprung 171 and 229. - The variants show a Pre-Greek word.
Page in Frisk: 1,850

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κίδαφος — και κίνδαφος, άφη, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. δόλιος, πανούργος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιδάφη ή κινδάφη η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. φος είναι χαρακτηριστική ονομασιών ζώων (πρβλ. έλα φος, κόσσυ φος). Ίσως να αποτέλεσε το πρότυπο… …   Dictionary of Greek

  • κίδαφος — wily masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιδάφη — κίδαφος wily fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιδάφην — κίδαφος wily fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • седой — сед, седа, укр. сiдий, др. русск. сѣдъ, также сѣдь, прилаг., с тем же знач. (Григ. Наз.; см. Срезн. III, 889), ст. слав. сѣдъ πολιός (Супр.), сербохорв. си̏jед, сиjѐда, сиjѐдо, словен. sẹ̑d, sẹdа ж., чеш., слвц. šedy, šedivy, др. чеш. šědivy …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κίραφος — κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση τού κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται… …   Dictionary of Greek

  • κιδάφη — κιδάφη, ἡ (Α) βλ. κίδαφος …   Dictionary of Greek

  • κιδαφεύω — (Α) [κίδαφος] 1. (κατά τον Φώτ.) κατατρώγω, διαβιβρώσκω 2. (κατά τον Ησύχ.) «πανουργέω» …   Dictionary of Greek

  • σκίνδαφος — ἡ, Α θηλυκή αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κίνδαφος, με αρκτικό σ (πρβλ. σκιδαφή βλ. και λ. κίδαφος)] …   Dictionary of Greek

  • σκιδαφή — Α (κατά τα Αν. Οξ.) «ἀλώπηξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού κιδάφη «αλεπού» με αρκτικό σ (βλ. λ. κίδαφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”